Μάνα πολύτεκνη
καλή και στοργική.
Μορφή αδρή
με το αρχαίο
κάλλος.
Ατράνταχτη κολόνα ,
γνήσια Ελληνική.
Ο θαυμασμός
για σε, αχώρετος,
μεγάλος.
Βάδισες καρποφόρα,
ίσα, στη ζωή.
Ογδόντα τέσσερα
τα χρόνια σου, γεμάτα.
Και πόσο
χαίρομαι, να σε θωρώ κάθε
πρωί,
να παίρνεις
βιαστική, του αλωνιού
τη στράτα.
Με την
αξίνα εκεί, τιμάς
την προαιώνια αρετή,
όπως απλά
κι υπέροχα, εσύ το ξέρεις
μόνο.
Στην άγια
γη, και στη
φροντίδα της, μένεις
πιστή,
σχέση λυτρωτική
και άφθαρτη στο
χρόνο.
Κι όπως
γυρνάς τ απόγευμα,
αργά – αργά,
με κουρασμένο βήμα, απ
τις δουλειές, αλλά
γελάτη,
με την
ποδιά γιομάτη, για τα αγγόνια
σου αυγά,
θεωρώ ότι
κρατάς τον ουρανό,
στην πλάτη.
Και αν
συγκρίνω εσέ, την
Ελληνίδα την απλή,
με κάποιους,
που νομίζονται χρήσιμοι
και μεγάλοι,
νάνους τους
βλέπω, στο κατώτερο
σκαλί,
κι εσένα
αρχόντισσα σεπτή ,με ανοιχτή
αγκάλη.
Τη μάνα μου
αναθυμιέμαι, στη δική
σου τη βλεπή,
τη φίλη
σου, στις δουλειές
και στις κουβέντες,
που έφυγε
πρόωρα, κι έμεινες
μόνο εσύ,
για να
μας καμαρώνεις, όπως
έλεγες, λεβέντες
Μάνα λοιπόν,
δική μας, και
του κόσμου,
με την καλή
σου πάντα, την καρδιά.
Προτού ν
ακούσεις από μας,
τη λέξη, δωσ’
μου
γεμάτη είχες,
με καλούδια, την
ποδιά.
ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ
ΚΙΣΣΑΣ
|