Ζητάς, τα
κακοτόπια της ζωής,
άνετος καβαλάρης σ’ άτι,
να περάσεις.
Μήλα στα περιβόλια
να γευθείς
Κι αν κουραστείς στις
νερομάνες να δροσίζεσαι.
Στην αγκαλιά του
ονείρου σου γερμένος,
βλέπεις
σ’ άρμα γοργό πως
κάθεσαι,
τεράστιος εσύ,
με περικεφαλαία ολόχρυση,
και γύρω σου
τους Μυρμιδόνες προσοχή.
Καλά ως εδώ,
κι ίσως καλύτερα
ακόμα,
αν τ’ άλογο
το αχαμνό,
που της αυγής
το φως σου
έφερε,
δεν το περιφρονήσεις.
Στη ράχη του
με σεβασμό ανέβα.
Τους δρόμους ακολούθα, που
στο μυαλό σου
χάραξες.
Αν δυσκολίες βρεις
κατέβα, και τ’
άλογο βοήθησε.
στα κακοτράχαλα στενά,
εσύ να οδηγείς,
δικός σου ο δρόμος.
Αν αρνηθείς, τ’
άλογο δεν σου
πρέπει.
Σε μια δροσοπηγή
ξεπέζεψε.
κι εκεί θα
δείς, πολλούς πεζούς,
από μπροστά σου
να περνάνε.
Άνθρωποι
φορτωμένοι με των άλλων
τα θελήματα.
Με εξουθενωμένο το
μυαλό γεμάτο έγνοιες,
που δεν οικοδομεί
ονείρατα και άλλα
τέτοια.
Απλά στις παρυφές
των οικτιρμών περιφερόμενοι,
ιππότες θα ‘νοιωθαν
σε γαϊδουράκι ανεβασμένοι.
Εσύ λοιπόν εδώ
και στο εξής,
μέσα στα όνειρά
σου,
να μην
τοποθετείς μόνο τον
εαυτό σου.
Αφού από ειδώματα, ο
χώρος πλάτυνε.
Κι ούτε το
μέγα άρμα του
ήλιου, να ονείρεσαι.
Μάθημα καλό, ο μικρός
κι αδύναμος Φαέθων.
Κι εφαρμογή καλύτερη,
το μέτρημα των
θέλω και των
είμαι.
Αφού διαλεχθείς, για
λίγο έστω, στη
δροσοπηγή
με τους, βαρύ
τον γόμον, φέροντες
Θα ντρέπεσαι,
πριγκηπικά να ονείρεσαι ,
όσα και νάχεις δίκια.
Και αν δεν
τους δώσεις τ’
άλογο,
η δεν τους ξαλαφρώσεις,
θα χεις τουλάχιστον, γι’ αυτούς,
θέση στα όνειρά
σου.
Κι αυτό μεγάλο
κέρδος είναι .
Και ίσως
τώρα ονειρεύεσαι με
ανοιχτά παράθυρα.
Το φώς να
μπαίνει της αυγής,
και της ζωής και
της αλήθειας .
Το φως εν
τέλει της ισορροπίας
του μυαλού μας
|