Tα παλιά τα χρόνια, μέχρι το πρώτο μισό του περασμένου αιώνα,
αποσπάσματα Χωροφυλακής όργωναν όλο το Ξηρόμερο και σ’ όποιο χωριό νύχτωναν εκεί
και διανυχτέρευαν. Ενεργούσαν σαν διωκτική αρχή, που κυνηγούσαν τους κάθε λογής
παραβάτες και κυρίως τους κακοπληρωτές των φόρων του Δημοσίου που ομολογουμένως
ήταν αβάσταχτοι, γι’ αυτό και φυγοδικούσαν.
Φροντίδα αρκετά ενοχλητική για τον πρόεδρο, που έπρεπε να φορτώσει τους άντρες
στα σπίτια των χωριανών, κρατώντας πάντοτε για την εαυτό του τον επικεφαλής αξιωματικό.
Κάθε πολύ και λίγο τούτο να γίνεται, ξεπερνώντας όρια κι αντοχές. Έτσι το κοινοτικό
συμβούλιο πήρε την απόφαση να κατασκευαστεί
ένα οίκημα για να φιλοξενεί τους χωροφύλακες, με εισφορές των χωριανών. Και ο καπνός
έλυσε το πρόβλημα. Όλοι πρόθυμα πρόσφεραν βαντάκια, με αναλογία, και το πρόβλημα
λύθηκε με την ίδρυση του κοινοτικού οικήματος, που πήρε το όνομα στρατώνας και το
κρατεί μέχρι σήμερα. Όταν αποκαταστάθηκε ομαλότητα και διαλύθηκαν τα αποσπάσματα,
τούτο το οίκημα κάπου-κάπου φιλοξενούσε κανένα ξεπεσμένο φουκαρά, μέχρι να τακτοποιηθεί.
‘Ενας τέτοιος φουκαράς ήταν και ο Κοντοθόδωρος. Πρέπει μάλλον να ήταν πρωινό.
Ένας άγνωστος που κυνηγάει την τύχη του στα τυφλά πρέπει τουλάχιστον να έχει τη
μέρα μπροστά του, να βρει ένα καταφύγιο, αφού φιλοξενία δεν πρόσμενε. Στην καρέκλα
του καφενείου, που κάθισε να πιεί τον πικρό καφέ του, είχε να αντιμετωπίσει τους
φιλοπερίεργους και ν’ απαντήσει στο επίμονο ερώτημα: τι σε έφερε στο χωριό μας:
Έτσι αποκάλυψε πως είναι μόνος κι έρημος στον κόσμο, το όνομά του ήταν Θόδωρας και
σκοπός του να μείνει στο χωριό να δουλέψει για να ζήσει. Αν κάποιος είχε έστω και
ένα αχυρώνα να του παραχωρήσει για στέγη πολύ θα τον υποχρέωνε. Κάπου κούρνιασε
το πρώτο βράδυ κι άρχισε να δουλεύει σε γεωργικές εργασίες τις επόμενες μέρες. Φαίνεται
πως ο κόσμος τον συμπάθησε, ικανοποιημένος απ’ τη δουλειά του. Κάποιος έριξε την
ιδέα να του παραχωρηθεί ο στρατώνας, αφού έτσι κι αλλιώς έμενε αχρησιμοποίητος.
Οι αράχνες μπορεί να είχαν κάποια αντίρρηση αλλά ποιος τις άκουε; Οι κοινοτικοί
άρχοντες δέχτηκαν την ιδέα κι ο Θόδωρος με χαρά και ανακούφιση, με ό,τι φορούσε
και άλλαζε, απογώνιασε μέσα στο στρατώνα, μόνιμα. Κάποιες σπλαχνικές νοικοκυρές
του πρόσφεραν στρωσίδια και σκεπάσματα και ζεστάθηκε το κοκκαλάκι του. Το οίκημα
ήταν 4 τοίχοι χωρίς τζάκι και άλλους βοηθητικούς χώρους, περιττούς εκείνους τους
καιρούς κι αλίμονο σ’ εκείνο που του παρουσιάζονταν σωματικές ανάγκες και έπρεπε
να τρέξει για το χαγιάτι ή μιαν άκρη της αυλής.
Περιπέτεια και δοκιμασία, το δίχως άλλο, για όλους. Για τους γέρους και τους
ανήμπορους υπήρχαν και τα δοχεία της νύχτας. Για το Θόδωρα ήταν τα τσουγκάρια κοντά
στην Εκκλησία και πάνω απ’ τη δημοσιά σε αρκετός ύψος. Είχε κι άλλο χώρο έξω από
το καταφύγιό του, για τις προχωρημένες ώρες της νύχτας.
Ο Θόδωρας είχε μάλλον κοντακιανό ανάστημα, μαυριδερός. Στη μέση του μόνιμα
έσφιγγε ένα πλεχτό ζουνάρι σε δύο γύρους και ένα τμήμα του κρέμονταν μέχρι το γόνα
και πιο κάτω με κρόσια. Το κεφάλι του σκέπαζε τραγιάσκα νύχτα-μέρα, ενώ στις πλάτες
είχε ριχτό ένα σακάκι μακρύ, πατατούκα όπως την έλεγαν στα χωριά. Τα πατζάκια του
παντελονιού του έμοιαζαν με σωλήνες απ’ την απλησιά και τα παπούτσια του άρβυλα
χοντρά, από βακέτα. Περισσότερα δε θυμάμαι για την εμφάνισή του.
Ξέρω πως ήταν άτομο μοναχικό, χωρίς παρέες, έκανε αρκετές ώρες βόλτες στην πλατεία κι ήταν το κρασί φανερή αδυναμία
του και ό,τι οικονομούσε εκεί τα ακουμπούσε. Το φαγητό κουτσά στραβά το είχε εξαφαλισμένο.
Στο χωριό όσοι έβαζαν εργάτες τους τάιζαν κιόλας. Στο χωριό, ασουλούπωτος και κοντός
καθώς ήταν του είχαν δώσει το όνομα Κοντοθόδωρος. Το Θόδωρος είχε ξεχαστεί για
πάντα. Για μας τους τότε μικρούς, ήταν παράξενο φαινόμενο, σκιάχτρο και φόβητρο
και στρίβαμε όταν τον βλέπαμε. Αίνιγμα ανεξήγητο για όλους ο Κοντοθόδωρος. Κανένας
δεν ήξερε ποιος ήταν, από πούθε ήρθε και γιατί διάλεξε το φτωχό χωριό μας να αναλώσει
τη ζωή του. Σφίγγα ο Κοντοθόδωρος.
Κάποιος, όμως, καυχιόνταν πως είχε λύσει
το μυστήριο του Κοντοθόδωρου. Ήταν ο μπάρμπας μου ο Κώστας Μελεούνης. Κάποια μέρα
ή μάλλον νύχτα, όπως έλεγε, ο Κοντοθόδωρος μπαινόβγαινε στο μαγαζί αλλά δεν έπιανε
καρέκλα να καθίσει. Κατάλαβε πως ήθελε να πιεί αλλά του έλειπε το χρήμα. Με τρόπο
τον πλησίασε και του πρότεινε να του κάνει συντροφιά να πιουν κανένα ποτηράκι. Ρουφήχτρα
ο Θόδωρας κι αυτός γέμιζε αμέσως το άδειο ποτήρι. Και ποτηράκι-ποτηράκι φκιάχτηκε
ο Θόδωρος. Λύθηκε κι η γλώσσα του κι άρχισε να κελαϊδάει σαν Γαλιάντρα. Τον ρώτησε
ή αυθόρμητα άρχισε την εξομολόγησή του:
- Εμένα δεν με λένε Θόδωρα. Με λένε Σωτήρη Δηλαβέρη.Ξέρεις, έχεις ακουστά τα
γαλλικά κεραμίδια. Είχα με τον αδερφό μου την επιχείρηση. Τι τα θέλεις. Η γυναίκα
στη μέση, άστατη κι άπιστη άρχισε να ξενοβλέπει. Προσπάθησα να τη συγκρατήσω αλλά
εκείνη το βιολί της. Θόλωσε κάποια στιγμή το μάτι μου. Τη σκότωσα και την έκαψα.
Ύστερα ντύθηκα κουρελής και πήρα τους δρόμους κι από δω κι από κει μ’ έβγαλαν στο
χωριό σου, ψωμοζήτουλα. Τώρα τα ξέρεις όλα· έχεις την εξήγηση που όλοι οι χωριανοί
που σπάζουν το κεφάλι τους να βρουν.
Αυτά μεταξύ μας. Κατάλαβα ότι είσαι μπεσαλής και γι’ αυτό άνοιξα το στόμα μου.
Άλλωστε λίγα είναι τα ψωμιά μου. Κακοζωισμένος και κουρασμένος, όπως είμαι, δεν
θ’ αντέξω πολύ. Μη λες τίποτε! Καταλαβαίνω, κόπηκαν τα δυναμάρια μου. Ήπιαμε κι
άλλες φορές με το Θόδωρα κρασί. Τα λόγια του όμως στάθηκαν προφητικά, όπως ξέρετε
για το τέλος του. Αυτά διηγούνταν ο Μπάρμπα Κώστας για τον Κοντοθόδωρο.
Έτσι περνούσαν οι μέρες για τον Κοντοθόδωρο. Μοναχικά, με δουλειά, με κρασοπότι
και χωρίς όνειρα. Είχε τύψεις, ένιωθε ενοχές; Ποιος ξέρει; Άβυσσος η ψυχή του ανθρώπου.
Πάντως για το κρίμα του πλήρωσε και με το παραπάνω. Δίκασε μόνος του τον εαυτό του.
Ένα βράδυ ο Θόδωρας στρώθηκε στο τραπέζι του καφενείου και άπληστα ρουφούσε
τα ποτηράκια του. Οι άλλοι τον περιεργάζονταν, όπως πάντα. Κάποια στιγμή τον είδαν
να σηκώνεται, τρικλίζοντας, και να τραβάει προς το μέρος με τα τσουγκάρια. Κόψιμο
τον έπιασε είπαν μεταξύ τους. Όμως η ώρα παραπέρασε κι ο Θόδωρας δεν έλεγε να γυρίσει.
Έτσι βγήκαν σε αναζήτησή του. Πήγαν κι έψαξαν όλα τα τσουγκάρια της Πλατείας. Πουθενά
ο Θόδωρας. Μωρέ δεν πάμε και κάτω στο δρόμο, πρότεινε κάποιος κι οι άλλοι τον ακολούθησαν.
Δεν άργησαν να τον βρουν ξέπνοο μέσα σε μια λίμνη αίματος.
Έγινε αυτό που υποψιάζεστε. Ο Κοντοθόδωρος, πιωμένος κάργα όπως ήταν, παραπάτησε
ή δεν εντόπισε ακριβώς το μέρος και καθώς δεν ήταν καγκελόφραχτο, έκαμε βουτιά στο
δρόμο, όπου ο θάνατος του είχε στήσει καρτέρι, αν δεν είχε κλεισμένο ραντεβού μαζί
του.
Πάνος Λαζαρόπουλος
|