Ειν’ αραγμένοι στων ονείρων μας τις ράχες. Κουφιολογούν ασύστολα, οι Δον Κιλότες. Μας οδηγούν, καβαλαραίοι του κενού, σε χαζομάχες, με νεροπίστολα, και τρύπιες μπότες.
Φορούν στο πέτο τους ανθάκι απ’ το θράσος, που έχουν σπείρει, σ’ όλα τα κήπια. Τα δίκια κι οι ιδέες τους , κλαριά πυκνά , σα δάσος, στο σβέρκο σφιχτοί γύροι, κι η αντίσταση μας τρύπια.
Έχουν χιτώνες και ασπίδες, αλλαξιές διακόσιες. Σ’ ακριβοπλήρωτους κοσμοτεχνίτες καμωμένες. Με τις παρέες τους φιλοτεχνούν νομοταγώς και άλλες τόσες. Να έχουν για τις μπόρες των καιρών, τις οργισμένες.
Κι εμείς χαζά να γλείφουμε το κόκαλο πού ρίχνουν, ξέροντας πάλι πως εκεί θα σωριαστούμε για το μέτρο στις βάσεις π’ ανεβαίνουν οι κενότυποι και δείχνουν, λάμψη αυτοί εδώ, κι εμείς καλές ψυχές στον άγιο Πέτρο.
ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ Β. ΚΙΣΣΑΣ
|