Κάποιοι άνθρωποι κι απ’ τα παλιά χρόνια, στην πορεία τους διάλεξαν τούτο τον τόπο να ζήσουν. Βουνά και δάση και λωρίδες γης είχε μόνο να τους προσφέρει. Έστησαν τα σπιτοκάλυβά τους και βρήκαν πως μόνο δυο τρόπους είχαν για να ικανοποιήσουν τις ανάγκες τους. Ή να παλέψουν με τη γη για να τους δώσει καρπούς ή να θρέψουν ζώα για να τους δώσουν το γάλα, να φτιάξουν το γιαούρτι, το τυρί, το βούτυρο κι ακόμα και το δέρμα τους και το μαλλί τους να φτιάξουν ντυμασιές και χοντρόρουχα για τον ύπνο.
Πήραν και τους δυο αυτούς δρόμους, βρήκαν τα εργαλεία κι έμαθαν τον τρόπο που θα φτάσουν στα προσδοκώμενα αποτελέσματα.
Έλα όμως που ο τόπος δεν είχε νερό, πρωταρχικό στοιχείο για τη ζωή των ίδιων και των ζώων τους. Όμως έπρεπε να ζήσουν εκεί γιατί δεν ήταν εύκολο να ψάξουν να βρουν άλλο χώρο, με πηγές, ή ποτάμια, ή λίμνες. Άλλοι πριν απ’ αυτούς τους είχαν καταλάβει. Έτσι δεν δίστασαν να τρυπήσουν τη γη, να τη βιάσουν και να της πάρουν το νερό μες απ’ τα σπλάχνα της. Τα πηγάδια ήταν πια γεγονός και το πρόβλημά τους βρήκε τη λύση του. Τα καλοκαίρια μόνο ταλαιπωρούνταν κάπως, καθώς το νερό λιγόστευε κι έπρεπε να πηγαίνουν σε μακρινά, κοινοτικά πηγάδια και να συνωστίζονται γύρω από το σοφρά τους.
Η ζωή του ανθρώπου είναι μια πορεία στο χώρο και στο χρόνο. Και πάντα μέσα στη φύση ολοζωής ο άνθρωπος πορεύεται, ακούραστος στρατοκόπος. Οι μέρες κι οι νύχτες, τα καλοκαίρια κι οι χειμώνες στέκουν μέτρα του χρόνου και εφαλτήρια για καινούργιους αγώνες και κατακτήσεις, ρυθμιστές των κινήσεων και των έργων του. Γιατί, η πορεία δεν είναι περίπατος, με απολαύσεις, τέρψεις κι αναψυχές. Κι οι δρόμοι δεν είναι πλατιές λεωφόροι να τους διαβεί άνετα. Είναι δρόμοι που πρέπει ο ίδιος ν’ ανοίξει με τις σωματικές και πνευματικές του δυνάμεις κι ακόμα με τη βοήθεια της τύχης και του Θεού, όπως νομίζουμε εμείς οι Χριστιανοί. Με τον αγώνα ανοίγουν οι στράτες της ζωής, που είναι απαιτητικοί κι έχει μεγάλες ανάγκες που πρέπει να ικανοποιήσει για να συντηρηθεί και να εξακολουθεί να υπάρχει. Χώρος και χρόνος είναι οι δυο πόλοι που γύρω τους θα κινηθεί και πρέπει να τους εκμεταλλευτεί με κάθε τρόπο κι όλα τα μέσα που έχει στη διάθεσή του και η φύση του προσφέρει.
Έτσι η γη καλλιεργήθηκε με όλα τα είδη που τρέφεται ο άνθρωπος και η κτηνοτροφία αναπτύχθηκε κανονικά. Με τη δουλειά τους οι άνθρωποι ικανοποίησαν τις ανάγκες τους και στη συνέχεια φρόντισαν να καλυτερέψουν τους τρόπους και τα μέσα για να επιτύχουν καλύτερες αποδόσεις, να δώσουν λίγη άνεση στη ζωή τους να φτιάξουν καλύτερα και πιο όμορφα σπίτια, να γίνουν περισσότεροι κοινωνικοί, να ντύνονται και να στολίζονται, να κάνουν γιορτές και πανηγύρια, να βγαίνουν σεργιάνι στην πλατεία, να πίνουν τα καφούλια και τα ουζάκια τους στην πλατεία του χωριού, στα μαγαζιά της και να φουμάρουν το στριφτό τσιγάρο τους απ’ τα καπνά τους. Έφτιαξαν την εκκλησία τους με τον προστάτη άγιό τους αλλά δεν άφησαν και τους άλλους άγιους παραπονεμένους. Γι’ αυτούς έφτιαξαν τα εκκλησάκια τους στους λόφους γύρω απ’ το χωριό. Και κάποια άγια χέρια φύτεψαν στην πλατεία κυπαρίσσι που θέριεψε και μετράει με αιώνες τα χρόνια του κι έγινε σημείο αναφοράς του χωριού.
Έτσι στήθηκε κι απλώνεται μπροστά μας το χωριό Χρυσοβίτσα και κοιτάζει μπροστά του απέναντι τα Κόροντα, την αρχαία πολιτεία των Ακαρνάνων με τα μισογκρεμισμένα τείχη της. Μια μικρή πτυχή απ’ την ιστορία της περιοχής.
Σήμερα το χωριό μας έρχεται να ζωντανέψει με το λεύκωμα που τα ανήσυχα και φορτισμένα από απέραντη αγάπη για τη γενέτειρά τους παιδιά του και με άοκνες και μακροχρόνιες προσπάθειες κατόρθωσαν να συνθέσουν. Με το λεύκωμα αυτό έχετε μπροστά σας την ιστορία του χωριού. Ξεκινάει με την πανώρια θέα του, όπως φωλιάζει στα ριζά του βουνού, μέρος της δυτικής οροσειράς που φτάνει ως το Λεσίνι, μαζί με τα δέντρα του που το πλαισιώνουν. Σωστές ζωγραφιές στέκουν οι εικόνες του από την πλατεία με τον Αϊ-Γιώργη του ψηλό κυπαρίσσι, μοναδικό στο Ξηρόμερο, με τα μαγαζάκια του και τα ψητοπωλεία του, τα ψηλά σπίτια του και μεγάλο πλάτανο, φυτεμένο και φροντισμένο απ’ του παπά-Φώτη το χέρι. Το χθες και το σήμερα έρχεται σημαδεμένο στα πρόσωπα που εικονίζονται στις φωτογραφείς καθώς περνούν απ’ το σχολείο, ανδρώνονται, γίνονται στρατιώτες, ζευγαρώνουν και παιδοκομούν κι ύστερα με το μπαστούνι γίνονται τρίποδα όντα. Αυτούς τους χωριανούς τους βλέπουμε και σε χαρούμενες στιγμές, σε γάμους, σε γιορτές και πανηγύρια, πότε να ψήνουν το σφαχτό, πότε να σέρνουν το χορό, πότε να πίνουν και να τρώνε στο τραπέζι. Ευτυχισμένες κι αξέχαστες στιγμές που αλεγράρουν τη ζωή μας, την κάνουνε γλυκιά ακόμα και μες απ’ τα βάσανα και τις ταλαιπωρίες.
Συνεχίζοντας βλέπουμε τους χωριανούς, μαζί και τους εαυτούς μας στην εκκλησιά καλούς Χριστιανούς στον πόλεμο και στις μάχες με τον καπνό, παίδεμα χρονιάρικο, που στέριωνε οικογένειες, πάντρευε τα θηλυκά και άφηνε και το χαΐρι του. Πολυμέτωπος ο αγώνας με τη ζωή κι ένα απ’ τα μέτωπά του η κτηνοτροφία. Στη σειρά τα σύνεργα και τα βοηθήματα. Εργαλεία ζώα και μηχανήματα ως και τρακτέρ και αυτοκίνητα που καλυτέρεψαν αισθητά τη ζωή του ανθρώπου. Εδώ να μας επιτραπεί μια παρέμβαση: Το υλικό για τις ενασχολήσεις των κατοίκων είναι φτωχό και ελλιπές. Σχεδόν, δεν παρουσιάζει τίποτε από τη μεσοπολεμική και μεταπολεμική εποχή. Ό,τι έχει να επιδείξει περιορίζεται στη μηχανική, πρόσφατη εποχή.
Πάντως το λεύκωμα είναι μια κατάκτηση για το χωριό και οπωσδήποτε μιλάει για την ιστορία του, για τους ανθρώπους του. Κι είναι η εικόνα εύγλωττη. Μιλάει με χίλιες γλώσσες σε εκατομμύρια ανθρώπους. Λέει κι αυτά που δεν μπορούν να πουν τα λόγια και προκαλεί το αίσθημα και το θαυμασμό. Όμως για την ιστορία του χωριού και για τους σταθμούς που πέρασε, χρειάζονται τα μουσεία και συντήρηση στ’ αχνάρια που έμειναν στο πέρασμα του χρόνου. Τα πηγάδια πρέπει να συντηρηθούν. Είναι οι μάρτυρες κι οι παρουσιαστές της ιστορίας του. Το ίδιο και τα ξωκλήσια με τον περιβάλλοντα χώρο τους.
Και μέτρα πρέπει να ληφθούν ώστε τα Κόροντα να αναδειχτούν, οι Κυπερέρες και τα Γκιόλα να μην εξαφανιστούν, οι κοινόχρηστοι χώροι να μείνουν άθικτοι και ν’ ανοίξουν τα παλιά περάσματα και νέα να δημιουργήσουν και όλοι οι χώροι να γίνουν προσπελάσιμοι. Και πριν απ’ όλα πρέπει να λάμψει ο τόπος από καθαριότητα και να λείψουν οι κάθε λογής ασχήμιες. Και μαζί με την καθαριότητα πρέπει να περισωθούν και τα δάση της βελανιδιάς, μοναδική προίκα του χωριού μας, σύντροφος, προστάτης και συντηρητής του απ’ τα πανάρχαια χρόνια κι απαραίτητα για το μέλλον.
Έτσι θα δείξουμε πως σεβόμαστε την ιστορία του χωριού μας και πως φροντίζουμε και ενδιαφερόμαστε για την προκοπή του.
Η αρχή έγινε με το λεύκωμα κι ένα μεγάλο εύγε ανήκε στο σύλλογο που μόχθησε γι’ αυτό. Ας προχωρήσουμε και στα άλλα. Έχει τα φόντα το χωριό μας να γίνει αντικείμενο θαυμασμού και ενδιαφέροντος. Σ’ εμάς εναπόκειται να το προβάλλουμε και να το αναδείξουμε κι εμείς πρώτοι θα ωφεληθούμε απ’ αυτό.
Πάνος Λαζαρόπουλος
|