Άγια τα νερά σου ποταμέ. Της ύπαρξης κύτταρα ολόγιομα.
Δίπλα τους, η λογική μου αποθεώθηκε, τους κύκλους της ζωής τετραγωνίζοντας.
Κι ήταν η θέση τους, του ονείρου μου η άκρη, στάση αναπνοής και στάση κατοικίας.
Το φως του ήλιου στο αντικαθρέφτισμα. Και του πετροκυλίσματος ο γάργαρος ο ήχος.
Ο ίσκιος του πλατάνου. Το ξεδίψασμα. Και η δροσιά της γης της νοτισμένης.
Δώρα ζωής ευπρόσδεκτα, και χαλευτά συνάμα, σκαλιά πολιτισμού και μήλα έριδος αντάμα.
Αυτά τα ίδια τα νερά, θεέ σεβάσμιε, μην τα ταΐσεις με οργή, σαν τα ξεπροβοδίσεις.
Κράτα τους το θυμό, μ ευχές η με κατάρες. Στείλε μου μόνο χώμα απλό, για μένα εξαίσιο δώρο.
Και μην αφήσεις την τυρβώδη λογική ελεύθερη. Είναι ικανή, το όνειρο, να κάνει εφιάλτη.
Και μένα το φτωχό, που αφέθηκα, στις θερινές σου διαθέσεις, ας είναι μη μου δείξεις, τι μπορείς να κάνεις το χειμώνα.
Είναι θεριό ο άνθρωπος. Την λογική δεν έχει και καλά στερεωμένη. Και αν γυρίσει το μυαλό ανάποδα,
κι αυτός σε τοίχους, μέσα θα κλειστεί και σένα στο λαιμό, θηλιά στραγγαλισμού, θα μαστορέψει.
ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΚΙΣΣΑΣ
|