Τούτη τη χρονιά, που τώρα φεύγει, το χωριό μας έζησε έντονα στους ρυθμούς των εκλογών. Κάθε τόπος έχει ανάγκη να κρατιέται από εξουσία που ο ίδιος εκλέγει. Αυτή θα φροντίσει για τα προβλήματα και την προκοπή τους. Μακάρι να ήταν έτσι. Εγώ την είδα απούσα απ’ το χωριό. Είδα το χοροστάσι της Αγίας Τριάδας, που παιδιά μας φιλοξενούσε εξαφανισμένο και μπροστά στην πόρτα δρόμος ασφαλτοστρωμένος ν’ ακουμπάει στον τοίχο της και πιο πάνω φραγμένο χώρο κοινοτικό! Ποια αρχή έφτιαξε ή ανέχτηκε αυτά τα πράματα; Θα φροντίσει άραγε η παρούσα αρχή να επαναφέρει τα πράματα στην αρχική τους θέση; Προεκλογική, λοιπόν ατμόσφαιρα στο χωριό αυτή τη χρονιά. Χόρτασε από τάματα και υποσχέσεις πολλές. Ζύγισε ο καθένας τα υπέρ και κατά κι έριξε, ας πούμε με το χέρι στην καρδιά, την ψήφο του. Τώρα κάποιοι περιμένουν να πιάσουν την καλή κι άλλοι γέλασαν κι άλλοι πικράθηκαν. Συνηθισμένα πράματα. Οι πολλοί όμως ξέρουν αυτό που ήξερε ο Γιάννης της παροιμίας. Πως δηλαδή τα πρόβατά του ήταν πάντοτε 40 κι εκεί θα έμεναν· δεν περίμενε ν’ αυγατίσουν. Και τώρα ας κλείσουμε τον απολογισμό με το προσκλητήριο. Κάθε μάχη έχει και τις απώλειες της. Μάχη κι η ζωή ολοχρονής. Δεν φτάνουν όλοι στο τέλος του χρόνου. Κάποιοι μένουν μισοστρατής. Ποιοι λείπουν; Ας τους δούμε έναν-έναν. Πρώτη άδεια η θέση του Τάκια Μπούρα-Γεωργούλα. Με αξίωσε η τύχη να έχω την εκτίμηση και τη φιλία του. Άνδρας καλός και αγαθός με την έννοια που έδιναν οι αρχαίοι, φίλεργος και πνεύμα ανήσυχο, με συνέπεια στο λόγο του, κύριος με τα όλα του. Δεν σταύρωσε τα χέρια μετά την κατάργηση της καλλιέργειας του καπνού. Δεν αρκέστηκε στην επιδότηση, μ’ ένα περίπατο από το σπίτι ως το καφενείο κι έναν καφέ. Είχε μεγάλες απαιτήσεις απ’ τη ζωή. Δεν την ήθελε ψευτοζωή, αλλά ζωή με τα όλα της. Και κτηνοτρόφος και παραγωγός έγινε. Ξόδεψε επάξια τη δύναμη που είχε μέσα του. Εκείνο το χωράφι κάτω από την πλατεία, που νοίκιαζε, φάνταζε χαλί ολοπλούμιστο, με τα πράσινα φυτά και τους πολύχρωμους καρπούς που έδινε η γη, ποτισμένη απ’ τον ιδρώτα του. Το ίδιο και το άλλο στον κάμπο. Από εκεί να τρυγάει, να φορτώνει το αμάξι του και δρόμο για τον Αστακό να εφοδιάσει με φρέσκο κι ανόθευτο πράμα την πιστή πελατεία του, που πολύ τον εκτιμούσε. Πολλές φορές τον αντάμωσα στο στέκι του, όρθιο και χαμογελαστό και καλοδιάθετο, εκεί που με την καλή του συμβία υποδέχονταν καλόκαρδα πελάτες και φίλους. Πόσες κουβέντες, δεν είπαμε καθισμένοι στα σκαλάκια μπροστά στο μεγάλο μαγαζί για τον καιρό, για την κατάσταση για τη δουλειά και για την πολύτιμη υγεία. Ε, μωρέ Πάνο, καλά πάμε. Να ‘χουμε μόνο υγεία και με τα πολλά και με τα λίγα πορευόμαστε, λόγια στερεότυπα που έβγαιναν απ’ το στόμα του. Αχ αυτή η εύθραυστη υγεία πως τσακίζει εύκολα, γρήγορα κι απρόσμενα! Το κοντόβραδο, στους καφενέδες της πλατείας, έπινε την μπυρίτσα του με το αυτοκίνητο δίπλα του φορτωμένο για τους χωριανούς. Ε, καλά πήγαμε και σήμερα, δόξα να ‘χει ο Θεός! Έλεγε και ξανάλεγε. Χαιρόμουνα και απολάβαινα την συντροφιά του. Και σα μάζωναν οι μέρες για το φευγιό: άντε καλά να ‘μαστε και του χρόνο να ξανανταμώσουμε, η ευχή του. Όμως άλλα θέλει ο άνθρωπος κι άλλα ο Θεός. Ήρθε φέτος το τέλος κι ούτε μπόρεσα να τον αποχαιρετίσω στο ξόδι του. Άδεια και τα στέκια του, που όταν τ’ αντίκρυζα σφίγγονταν η καρδιά μου. Αχ μωρέ Τάκια, ποιό τάχα να ‘ταν το μυστικό σου, που έκανε τους ανθρώπους να σ’ αγαπούν; Να ‘ταν το χαμόγελό σου, ο καλός λόγος σου, η καλή σου καρδιά; Να ‘ταν που πάλευες, ασυνθηκολόγητα, για την προκοπή δείχνοντας με το παράδειγμά σου στους άλλους το δρόμο της αρετής και της έντιμης ζωής, που πρέπει να ακολουθήσουν; Πρέπει, τάχα, παραπέρα να ψάξω για να ‘βρω απάντηση; Πέρα από αυτά που εσύ σάρκωσες κι έμαθες και στα παιδιά σου, θαρρώ, δεν υπάρχει τίποτα πιο ωραίο, μεγάλο, και ακριβό... Ένας άλλος φίλος καλός, που έλειψε απ’ το προσκλητήριο ήταν ο Γρηγόρης Βασ. Χατζής. Φτωχόπαιδο κι αυτός, καλός και αγαπητός. Μετά τις σπουδές του τον κράτησε κι αυτόν η Αθήνα. Στο δημόσιο που υπηρέτησε ανέβηκε αρκετά σκαλιά της ιεραρχίας. Ανοιχτό μυαλό, όπως ήταν, ξανοίχτηκε και σ’ άλλους τομείς κι απόχτησε βιός κι ευδοκίμησε, με σπίτια κι αυτοκίνητα. Γελούσε κι άστραφτε το πρόσωπό του κάθε που ανταμώναμε. Ανυπόκριτη ήταν κι η δική μου χαρά σε τέτοιες στιγμές. Έστεκε μακριά από μικροπρέπειες κι ασημαντότητες, που φέρνουν τριβές και χαλάνε τις καρδιές, δείχνοντας πλατειά κατανόηση. Του άρεσαν οι πλατιές συζητήσεις, πάνω σε μεγάλα θέματα ιστορικά, πολιτικοκοινωνικού προβληματισμού, όπου είχε σημαντική ευρυμάθεια να επιδείξει. Κι ήταν ικανός να ξενυχτήσει, ξεκινώντας και ξανοίγοντας την κουβέντα. Ούτε μια κι ούτε δυό μα πολλές φορές ξεχαστήκαμε, κουβεντιάζοντας εκεί στην πλατεία, συντροφιά με τον Παπα-Φώτη, τον ξάδερφο του και τον Παπά-Στράτο, που απολάμβαναν την συζήτησή μας. Φίλε Γρηγόρη – αλήθεια πόσο δυστροπούσες ακούοντας το όνομά σου να το προφέρουν χωριάτικα Γληγόρης-, μας έλειψες κι η κουβέντα μας τώρα, στην πλατεία, τα καλοκαίρια, φτώχεψε. Φτώχεψε, κι η καρδιά μας που στερήθηκε από την παρουσία ενός καλού φίλου. Ο Βασίλης ο Χρόνης, του Χαρίλα, ο Τσιλέγκας, όπως τον λέγαμε μικροί στο χωριό, άλλη μια απουσία απ’ το προσκλητήριο. Πιο μεγάλος από μένα, στα χρόνια που λευτερωθήκαμε ήταν ένας απ’ εκείνους που δε χάρηκαν τη λευτεριά. Τα μίση και τα πάθη τον ανάγκασαν να πάρει το δρόμο της ξενιτιάς να σώσει το κεφάλι του απ’ την εκδικητική μανία εκείνων που είχαν έρθει στα πράματα. Το ουαί τοις ηττημένοις (αλίμονο στους νικημένους), αυτή η θριαμβική κραυγή των νικητών, έρχεται από πολύ μακριά και για μια ακόμα φορά βρήκε εφαρμογή. Η δικαιοσύνη είναι με το μέρος του νικητή και με τα μάτια ανοικτά για να βρει αυτόν που γυρεύει. Εκείνος την εφαρμόζει όπως θέλει και την φέρνει στα μέτρα του. Για το νικημένο μένει το "αλίμονο”, ο θρήνος, κι ο οδυρμός, ο πόνος και τα δάκρυα .Δόξα τω Θεώ είπαν με ανακούφιση όσοι γλίτωσαν, κρυμμένοι και τρυπωμένοι σαν τα ποντίκια. Στην ξενιτιά κι ο Τσιλέγκας, να φοβάται ακόμα και τον ίσκιο του, πότε μισονηστικός και πότε μισοχορτάτος, πάλεψε με νύχια και με δόντια για να κρατηθεί στη ζωή. Με τα πολλά που πέρασε, τα κατάφερε και βγήκε νικητής. Έβαλε σειρά κι άνοιξε σπίτι. Κι ό,τι μέχρι τότε η μοίρα του στέρησε του το επέστρεψε με απλοχεριά, στο πρόσωπο της καλόγνωμης, της τρυφερής και αξιαγάπητης Ολυμπίας του, που η παρουσία της και μόνο καταλάγιαζε την τρικυμισμένη ψυχή του κι έφερνε τη γαλήνη στην πολύπαθη καρδιά του. Κοντά της έγιναν οι μέρες του φωτεινές και γλυκιές οι νύχτες. Τα μάτια της, ολάνοιχτα, γεμάτα καλοσύνη, συμπόνια και ψυχοπόνια μπρος στην ανέχεια και τη δυστυχία του κάθε συνανθρώπου. Για τους φίλους έκανε χαλί την καρδιά της στην υποδοχή τους. Σπάνια συντρόφισσα, μοναδικό εύρημα, για το κάθε καλότυχο, για το Βασίλη τον ταλαιπωρημένο. Όταν τα πνεύματα ηρέμησαν νάτος ο Τσιλέγκας νοσταλγός στα άγια χώματα, που αντικρύσε το πρώτο φως της μέρεας. Σενιάρισε το ξεφτισμένο σπιτάκι του κι από νωρίς το καλοκαίρι κι ως να ψυχράνει ο καιρός εκεί στα παιδικά λημέρια. Τα πρωινά, χωρίς απουσίες, στο Αστακό για τα μπάνια του. Τα απογεύματα στο καφενείο με τον καφέ και τη μπυρούλα του, με τα τραγανά πατατάκια του. Παρέα του συχνή ο ξάδερφός μου ο Βασίλης, που συνεχώς τον τσίγκλαε. Άντε ώρε Βασίλη καλά τη βγάλαμε και τούτο το καλοκαίρι μα σαν δύσκολο να φτάσουμε και στο άλλο του την αμόλαε. Τι λες ωρέ! Κουνήσου απ’ τον τόπο σου, ο Τσιλέγκας. Τι να κουνηθώ, δεν βλέπεις πως το ένα πόδι σου είναι μες στον τάφο, το χόντρυνε ο ξάδερφος. Κι ο Τσιλέγκας τώρα μαλακός και περίσκεπτος: Ε,ωρέ Βασίλη 87 είμαι τώρα, λες να μη φτάσω ούτε στα 90; Ο άλλος το χαβά του, εκεί στον κάλο να τον πατάει: Τι λες μωρές, δεν βλέπεις που γίναμε ερείπια; Τι 90 και ξύλα κούτσουρα μου τσαμπουνάς! Κάπως έτσι έκλεισε το πείραγμα του ξάδερφου. Ας τον Βασίλη να λέει. Μια ζωή πειραχτήριο, τώρα στα γεράματα θ’ αλλάξει, κουβέντιαζε μόνος του. Όμως ο Χάρος δεν έκαμε το χατήρι του. Εκεί στα 87 του τον άρπαξε. Να κλείσω με την Λούλα (Αργυρώ Ευστ. Ταπραντζή) τη γειτονοπούλα και συνομήλικη, συντροφιά στα παιδικά μας παιχνίδια. Διατηρώ ζωντανή μιαν εικόνα της, παιδούλα, άδολη ακόμη. Ήμουν στην τετάρτη τάξη, ξάπλα με πλευριτικό κρυολόγημα και βισγάντια να τρέχουν. Ερχόταν, άνοιγε την πόρτα ντυμένη μ’ ένα κοκκινωπό φουστανάκι γεμάτο λουλούδια, λουλούδι κι αυτή τρυφερό, μ’ αδύνατο μίσχο. Με κοίταζε, με ρωτούσε αν θέλω τίποτε κι εγώ την παρακαλούσα να μείνει να μου κρατήσει συντροφιά. Θα με φωνάξει η μάνα μου, έλεγε και χάνονταν απ’ τα μάτια μου Και ‘γω περίμενα πως και πως να ξανάρθει. ήταν στις κακίες η τύχη της και τη φόρτωσε με πολλά βάσανα. Ατύχησε στο γάμο της κι εκείνος ο παλιάνθρωπος ο άντρας της, της έφαγε το σπίτι στον Αστακό. Έζησε κοντά στην αδερφή της ώσπου εκείνη έκλεισε τα μάτια, καταβλημένη κι αυτή κοντά στα στερνά της. Ήρθε μαζί μ’ όλες τις οικονομίες της και βρήκε αποκούμπι στα Παντελέιϊκα. Δεν πολυκαίρισε κι η Νία η μεγαλόψυχη της παραστάθηκε και τις έκλεισε τα μάτια στην στερνή της ώρα. Όλοι εσείς, φίλοι μου καλοί. Για σας και τη μνήμη σας έγραψα τούτα τα λόγια μέσα απ’ την καρδιά μου βγαλμένα. Παρακαλώ δεχθείτε την προσφορά μου.
Πάνος Λαζαρόπουλος
|