Έχουν που περπατούν, χιλιάδες τώρα χρόνια, με φορητό μυαλό, και την καρδιά στα χέρια.
Χαρίζουν δώθε κείθε την καρδιά, όπως το φέρει η ώρα. Χωρίς ανταμοιβές και χαμηλοχαλέματα.
Έχοντας το μυαλό, άλλες φορές στη θήκη του σωστά, κι άλλες, μες στο σακούλι ξεχασμένο.
Στρατοκοπούν αδιάκοπα, κάμπους διαβαίνοντας κι οροσειρές, και ποταμούς πολύνερους.
Και ως διψούν απ’ την πορεία. Σκύβουν, όπου νεροκρατεί, και πίνουν. Σαν τα μικρά παιδιά
Και τι στον κόρακα! Ότι νερό να πιούν, τις φρένες τους σαλεύει. Κι ευθύς χαλιούνται
Εκεί είναι, που δεν ξέρουν που πατούν. Ούτε ποιους έχουν δίπλα. Ούτε πως, το νερό τους χάλασε
Έτσι αφήνονται στης Λάχεσης τα χέρια. Αλλά ευτυχώς που έχουν άλογο καλό, που κουβαλάει και αναβάτες μεθυσμένους.
Όταν λοιπόν η επήρεια παρέλθει. πίστη στον ήλιο, όπως πάντα, ορκίζονται, και πίνουν απ’ το χαλασμένο το νερό, για να γιορτάσουν.
Δημήτριος Κίσσας
|